- περιλούζω
- περιλούζω, περιέλουσα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
περιλούζω — Ν βλ. περιλούω* … Dictionary of Greek
περιλούζω — περιέλουσα, περιλούστηκα 1. λούζω, περιβρέχω από παντού. 2. μτφ., βρίζω, απειλώ κάποιον: Τον βρήκε και τον περιέλουσε με βρισιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαιονώ — ἐπαιονῶ, άω και έω (Α) 1. περιχύνω, υγραίνω, περιλούζω, λούζω 2. μέσ. λούζομαι, πλένομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιονώ «μουσκεύω, υγραίνω»] … Dictionary of Greek
επιπλύνω — ἐπιπλύνω (Μ) 1. πλένω καλά, ξεπλένω 2. μτφ. περιλούζω … Dictionary of Greek
καταβαπτίζω — (AM) 1. (κυριολ. και συν. μτφ.) βυθίζω κάτι μέσα στο νερό, καταπνίγω 2. μτφ. κατακλύζω, καταπλημμυρίζω 3. εκκλ. βαπτίζω με αντικανονικό, με σχισματικό τρόπο μσν. 1. περιλούζω, καταβρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαπτίζω «βυθίζω»] … Dictionary of Greek
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
περικλύζω — ΜΑ παθ. περικλύζομαι 1. κατακλύζομαι από την θάλασσα 2. μτφ. υπερκαλύπτομαι από κάτι, σκεπάζομαι τελείως αρχ. 1. βρέχω κάτι γύρω γύρω, σε όλη την επιφάνειά του, περιλούζω 2. πλένω κάποιον χύνοντας νερό 3. βαπτίζω 4. παθ. (για νησί, πορθμό, πόλη)… … Dictionary of Greek